ραφινάτος
Смотреть что такое "ραφινάτος" в других словарях:
ραφινάτος, -η, -ο — και ραφινέ (άκλ.), διυλισμένος, εκλεπτυσμένος: Το λάδι που πήραμε είναι ραφινέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραφινάτος — η, ο, Ν 1. ραφιναρισμένος, φιλτραρισμένος 2. μτφ. εκλεπτυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. raffinato (βλ. ραφινάρω)] … Dictionary of Greek
ραφινέ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) ραφιναρισμένος, ραφινάτος, φιλτραρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raffine (βλ. και ραφινάρω)] … Dictionary of Greek
φίνος — α, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.) 1. (για ανθρώπους), λεπτός στους τρόπους, ευγενικός, αβρός, ραφινάτος: Είναι ελκυστικός άνθρωπος, γιατί είναι φίνος. 2. εύστροφος, έξυπνος, άνθρωπος με οξύνοια. 3. (για πράγματα), ο δουλεμένος με λεπτότητα, ο εξαίρετος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)